- ἕβδομος
- 3 седьмой
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἕβδομος — seventh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έβδομος — η, ο (AM ἕβδομος, η, ον) 1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά 2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν) ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου αρχ. 1. (ως απόλ.) επτά 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον για έβδομη φορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
έβδομος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά θέση με αριθμό 7. 2. το ουδ. ως ουσ., έβδομο το ένα από τα εφτά ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κάτι, το 1/7 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… … Dictionary of Greek
ἑβδόμων — ἕβδομος seventh fem gen pl ἕβδομος seventh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕβδομον — ἕβδομος seventh masc acc sg ἕβδομος seventh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμαις — ἕβδομος seventh fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμη — ἕβδομος seventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμην — ἕβδομος seventh fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμης — ἕβδομος seventh fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδόμοις — ἕβδομος seventh masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)